- φιλόκενος
- φῐλό-κενος, ον,A loving emptiness, στόμα ( = ματαιολόγον) Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλόκενος — ον, Α αυτός που έχει την τάση να χρησιμοποιεί λέξεις χωρίς νόημα («φιλόκενον στόμα», λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κενός] … Dictionary of Greek
φιλόκενον — φιλόκενος loving emptiness masc/fem acc sg φιλόκενος loving emptiness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενός — ή, ό (ΑΜ κενός, ή, όν, Α αιολ., ιων. και ποιητ. τ. κεινός, επικ. τ. κενεός και αιολ. τ. κέννος) 1. αυτός που δεν περιέχει κάτι, άδειος, κούφιος 2. μτφ. μάταιος, άσκοπος, ανώφελος, ανεκπλήρωτος, αστήρικτος (α. «κενά λόγια», β. «κενές υποσχέσεις»)… … Dictionary of Greek